δηλήεις

δηλήεις
δηλήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο ολέθριος, ο καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι). Ποιητικός σχηματισμός κατά τα αιγλήεις, φωνήεις κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δηλήεντα — δηλήεις neut nom/voc/acc pl δηλήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”